Το κλείσιμο της αξιολόγησης βρίσκει τη χώρα να αποφεύγει, τελικά, το χάος, όπως πέρυσι το καλοκαίρι. Μπορούμε να ελπίζουμε, όμως, σε κάτι περισσότερο από το να κρατάμε ίσα-ίσα τη μύτη μας πάνω από το νερό;
Δυστυχώς, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, όχι.
Είναι σαφές πως η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε με τρόπο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας. Επιλέχθηκε ένα μίγμα μέτρων που βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην υπερφορολόγηση. Η κυβέρνηση, αντί να διαλέξει τον δρόμο του περιορισμού δαπανών, προτίμησε να φορτώσει κι άλλα βάρη στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών. Είχε το θράσος, μάλιστα, να πανηγυρίσει για την επιλογή της αυτή, ισχυριζόμενη πως προστατεύει τους αδύναμους, πλήττοντας μόνο τους πλούσιους. Γιατί προφανώς οι πλούσιοι είναι που πλήττονται από τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, της βενζίνης, του τηλεφώνου κλπ.
Περιττεύει να μπούμε σε λεπτομέρειες για την απόκλιση μεταξύ αυτών που έλεγε η κυβέρνηση και αυτών που τελικά κάνει. Την καλύτερη αντιπολίτευση, άλλωστε, της την κάνουν οι ίδιες οι παλιές δηλώσεις των στελεχών της, οι οποίες καθιστούν υπερβολικά εύκολο το έργο των σατιρικών εκπομπών.
Πιο πολλή ουσία έχει να μιλήσουμε για το πού μας βρίσκει το σήμερα.
Το σήμερα, λοιπόν, μας βρίσκει να σερνόμαστε στο περιθώριο της Ευρώπης, χωρίς κατεύθυνση.
Και να ακούμε την κυβέρνηση να μιλάει γενικώς και αορίστως για την επιστροφή της ανάπτυξης, πιστεύοντας, προφανώς, ότι και αυτό μπορεί να γίνει δια μαγείας, όπως και όλα τα υπόλοιπα που κατά καιρούς υποσχέθηκε.
Σήμερα ο καθένας είναι σε θέση να καταλάβει πως ο μόνος τρόπος για να βγει η χώρα από την κρίση είναι ένα επενδυτικό σοκ. Η συζήτηση για το αν ο κύριος όγκος επενδύσεων θα προέλθει από τον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα ίσως να είχε κάποιο νόημα παλαιότερα. Αυτή τη στιγμή δεν έχει. Γιατί απλούστατα, οι πόροι για δημόσιες επενδύσεις είναι πολύ περιορισμένοι, κάτι που δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Τα ΕΣΠΑ αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο ανάπτυξης, το οποίο όμως είναι συμπληρωματικό. Γνωρίζουμε, άλλωστε, από μελέτες πως αρκούν για το ένα έκτο, περίπου, των απαιτούμενων επενδύσεων.
Ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε το επενδυτικό σοκ που χρειαζόμαστε είναι να κάνουμε μια αποφασιστική στροφή στην επιχειρηματικότητα και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, να ανακτήσει η Ελλάδα την αξιοπιστία της ως επενδυτικός προορισμός. Όσα πλεονεκτήματα κι αν διαθέτουμε ως χώρα, κανένας σοβαρός επενδυτής δεν θα έρθει όταν ξέρει ότι η ίδια η κυβέρνηση απειλεί να του βάλει ανά πάσα στιγμή τρικλοποδιά. Όσο τα κυβερνητικά στελέχη συνεχίζουν να αυξάνουν τους φόρους, να υπονομεύουν τις μεταρρυθμίσεις που νομοθετούν και να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να καθυστερήσουν συμφωνημένες ιδιωτικοποιήσεις, είναι σαν να ορθώνουμε ένα μεγάλο απαγορευτικό σε υποψήφιους επενδυτές.
Πέρα από αυτή την κύρια προϋπόθεση, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που πρέπει να γίνουν για να ξεπεραστούν τα εμπόδια στον δρόμο για την ανάπτυξη.
Το πρώτο είναι να αποκατασταθεί η ρευστότητα, για να αποκτήσει οξυγόνο η οικονομία. Αυτό απαιτεί ομαλοποίηση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, μετά τα πρωτοφανή πλήγματα που δέχτηκε από τα capitalcontrols και τη φυγή καταθέσεων. Πράγμα, όμως, που είναι και πάλι συνδεδεμένο με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Δεύτερο ζήτημα είναι ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος. Αυτό συνεπάγεται, για αρχή, σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου, για να έχουν οι επενδυτές μια καθαρή εικόνα των επιβαρύνσεων που πρόκειται να έχουν μελλοντικά. Παράλληλα, πρέπει να μπει άμεσα ένα τέλος στην υπερφορολόγηση. Η προηγούμενη κυβέρνηση, μολονότι σίγουρα δεν ήταν αλάθητη, είχε ξεκινήσει να μειώνει τους φόρους. Σήμερα η κυβέρνηση αυξάνει ελαφρά τη καρδία τους φορολογικούς συντελεστές που επηρεάζουν άμεσα την ανταγωνιστικότητα της, όπως για παράδειγμα τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων. Ως Νέα Δημοκρατία, το θεμέλιο της κυβερνητικής μας πρότασης θα είναι η αρχή «λιγότεροι φόροι-λιγότερες δαπάνες». Δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας. Είναι ζήτημα κοινής λογικής. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τη δυναμική που χρειαζόμαστε για να βγούμε από την κρίση.
Τέλος, πρέπει επιτέλους να σταματήσει η κυβέρνηση να καθυστερεί την υλοποίηση μιας σειράς από δρομολογημένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και θα έχουν άμεσες θετικές επιπτώσεις στην οικονομία μας. Για παράδειγμα, την εφαρμογή του νόμου-πλαισίου για την απλούστευση των αδειοδοτήσεων, την ολοκλήρωση των έργων ΣΔΙΤ για τα απορρίμματα, την ενεργοποίηση του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου κεφαλαιακών συμμετοχών και την αξιοποίηση των προτάσεων του ισραηλινού fundoffunds ΥΟΖΜΑ για την προώθηση της καινοτομίας σύμφωνα με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές.
Ακούμε συχνά να παρομοιάζεται η ελληνική οικονομία σήμερα με συμπιεσμένο ελατήριο. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσέγγιση της κυβέρνησης απέναντι στην οικονομική πολιτική μπορεί να παρομοιαστεί με αυτή ενός παιδιού που δεν κατανοεί τους βασικούς νόμους τις φυσικής. Και που νομίζει ότι ο τρόπος για να κάνεις ένα ελατήριο να εκτιναχθεί, είναι να τοποθετείς πάνω του όλο και πιο βαριές πέτρες.