Χωρίς καμία αμφιβολία τα κονδύλια τα οποία εισρέουν στην Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά ταμεία αποτελούν σημαντικό στυλοβάτη της ελληνικής οικονομίας εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Συνεπώς είναι δικαιολογημένη η αγωνία στην χώρα μας για το τι πρόκειται να συμβεί σχετικά με την κοινοτική χρηματοδότηση όταν κάποια στιγμή θα τελειώσει και το Γ’ ΚΠΣ. Το ίδιο ερώτημα τίθεται βεβαίως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αποτελεί αντικείμενο διαλόγου καθώς σε λίγους μήνες στην Ε.Ε θα εισέλθουν 10 νέα κράτη μέλη. Κράτη μέλη φτωχότερα και με περισσότερες ανάγκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των κρατών αυτών είναι περίπου το μισό της Ελλάδας, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια την συνολική πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ε.Ε. Ο προβληματισμός αυτός καταγράφεται και στην δεύτερη ενδιάμεση έκθεση για την συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου διαπιστώνεται και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: το γεγονός ότι μεταξύ των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών υπάρχουν και αρκετές οι οποίες θα γνωρίσουν αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος απλά και μόνο λόγω της μείωσης του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη διευρυμένη Ευρώπη. Αυτό θα είναι ίσως και το πιο επίμαχο σημείο της Διαρθρωτικής Μεταρρύθμισης στην Ενωμένη Ευρώπη. Το στατιστικό τρικ, δηλαδή, το οποίο θα δείχνει ότι κάποιες περιοχές πλούτισαν ενώ κάτι τέτοιο δεν θα συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Από την παραπάνω έκθεση προκύπτει ότι με βάση τα στοιχεία του 2000 για την Ε.Ε των 15, ούτως ή άλλως, τρεις ελληνικές περιφέρειες θα βρεθούν εκτός του λεγόμενου στόχου 1 των διαρθρωτικών ταμείων (ο στόχος 1 καλύπτει τις πιο φτωχές περιφέρειες και έχει την πιο γενναία χρηματοδότηση) καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους θα έχει ξεπεράσει το 75% του κοινοτικού μέσου όρου (το ποσοστό αυτό είναι προϋπόθεση για την κάλυψη των περιφερειών της Ένωσης από τον στόχο 1). Οι περιφέρειες αυτές είναι η Στερεά Ελλάδα, η Αττική και το Νότιο Αιγαίο. Σύμφωνα πάλι με την ίδια έκθεση στην διευρυμένη Ευρώπη των 25 και εξαιτίας του στατιστικού τρικ που προανέφερα παραπάνω, κινδυνεύουν να μείνουν εκτός του στόχου 1 και άλλες τέσσερις ελληνικές περιφέρειες. Αυτές είναι η Κεντρική Μακεδονία της οποίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το έτος 2000 ήταν στο 74.9% του μέσου όρου των 25, η Δυτική Μακεδονία (73,9%), το Βόρειο Αιγαίο (72,3%) και η Κρήτη (72,9%). Εάν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυτών των περιφερειών θα συγκλίνει ακόμη περισσότερο προς το 75% του μέσου όρου των 25 κρατών μελών θα το ξέρουμε με ακρίβεια το 2006 καθώς τότε θα γίνει ο υπολογισμός με βάση τον μέσο όρο των ετών 2001, 2002 και 2003. Για τις περιφέρειες που θα πέσουν θύματα του στατιστικού τρικ ο αρμόδιος Επίτροπος κ.Μπαρνιέ πρότεινε πρόσφατα ότι θα πρέπει να υπάρξει μεταβατική περίοδος με χρηματοδότηση πιο γενναία από αυτή που δίνεται σήμερα όταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάποιας περιφέρειας ξεπεράσει το 75% του κοινοτικού μέσου όρου. Εν πάση περιπτώσει ένα είναι βέβαιο: ότι Δ’ ΚΠΣ θα υπάρξει μεν, θα είναι όμως μειωμένο και ενδεχομένως αρκετά μειωμένο σε σχέση με το Γ’ ΚΠΣ. Άρα θα πρέπει από εδώ και πέρα όχι μόνο να μην χάσουμε ούτε μια δραχμή από το Γ’ ΚΠΣ, αλλά θα πρέπει να τα αξιοποιήσουμε και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε τα χρήματα να πιάσουν τόπο.
Δυστυχώς έως σήμερα δεν τα έχουμε πάει καλά ούτε στην απορρόφηση, ούτε και στην αξιοποίηση. Τρία χρόνια μετά την έναρξη του Γ’ ΚΠΣ η κυβέρνηση έχει δεσμεύσει περίπου το 25% των πόρων. Επομένως απομένουν να δεσμευθούν τα τρία τέταρτα, δηλαδή περίπου το 75%, το οποίο θα πρέπει να δεσμεύσουμε στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να μην χαθούν χρήματα γιατί σύμφωνα, με τον νέο κανονισμό, που ισχύει σήμερα για το Γ’ ΚΠΣ, μπορεί μια χώρα να δεσμεύει χρήματα για τα επόμενα δύο χρόνια στα οποία και θα πρέπει να τα απορροφήσει. Εάν δεν τα απορροφήσει μέσα στα δύο χρόνια θα τα χάσει. Και αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος για την χώρα μας από το 2004 και μετά.
Όσον αφορά την αξιοποίηση, όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη έκθεση της Κομισιόν η συνολική προστιθέμενη αξία των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων στο ΑΕΠ της χώρας μας για την περίοδο 2000-2006 θα είναι της τάξεως του 2.2%, όταν για την Πορτογαλία θα είναι 3.5%. Γεγονός που σημαίνει ότι η Πορτογαλία αξιοποιεί με πιο αποτελεσματικό τρόπο τα κοινοτικά κονδύλια από ότι η χώρα μας. Παρόμοια προβλήματα όσον αφορά την αξιοποίηση των κονδυλίων παρουσιάσθηκαν και στο Β’ ΚΠΣ. Όπως η ίδια η κυβέρνηση ομολογεί στο Σχέδιο Περιφερειακής Ανάπτυξης που κατέθεσε το 1999 στις Βρυξέλες, εάν το Β’ ΚΠΣ είχε εκτελεστεί έως το τέλος του 1999, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ από το 1994 έως το 1999 θα ήταν κατά 0.6% υψηλότερος. Η απώλεια αυτή εθνικού εισοδήματος ισοδυναμεί με 1,6 τρισεκατομμύρια δραχμές!
Αντίθετα άλλες χώρες οι οποίες αξιοποίησαν με σωστό τρόπο τα χρήματα πραγματοποίησαν τεράστια άλματα οικονομικής προόδου. Το ΑΕΠ για παράδειγμα της Ιρλανδίας αυξήθηκε από το 1986 έως το 2000 κατά 54,8% ενώ στην Ελλάδα μόνο 8,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως προς τον κοινοτικό μέσο όρο είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από ότι ήταν το 1981! Εκείνη τη χρονιά το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας μας ήταν στο 70% του κοινοτικού μέσου όρου. Το 2000 ήταν μόλις 67,7%! Με άλλα λόγια η χώρα μας καταβάλλει μια προσπάθεια για να φθάσει στα επίπεδα του 1981. Και αυτό διότι από το 1981 έως το 1990 υπήρξε μια κατακόρυφη πτώση φθάνοντας εκείνη την χρονιά στο 57.4%. Ακόμη και σήμερα πληρώνουμε την χαμένη δεκαετία του ΄80.