Η πρώτη επιλογή είναι αυτή που ανοικτά υιοθετούν οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και οι Γάλλοι Κεντροδεξιοί – αλλά όχι ακριβώς ο Πρόεδρος Σιράκ- αλλά και ενδόμυχα φαίνεται να υποστηρίζουν – χωρίς όμως να είναι έτοιμες να δώσουν μάχη μέχρι τελικής πτώσεως – κυβερνήσεις όπως της Αυστρίας, της Σλοβακίας, του Λουξεμβούργου, αλλά και της προεδρεύουσας Ολλανδίας. Όσοι υποστηρίζουν αυτήν την επιλογή δεν αρκούνται στην ειδική αντιμετώπιση της Τουρκίας όσον αφορά στην ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, ούτε και στη δυνατότητα διακοπής των διαπραγματεύσεων εάν υπάρξει οπισθοδρόμηση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προσθέτουν, ότι οι διαπραγματεύσεις, ακόμα και αν προχωρήσουν, δεν είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουν σε προσχώρηση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, φαίνεται να προτιμούν μία ειδική εταιρική σχέση, που βέβαια δε θα ισοδυναμεί με ένταξη. Είναι μία τοποθέτηση που έχει τη δική της λογική και που ενδεχομένως να υπηρετεί τα συμφέροντα των χωρών ή των κομμάτων που την υποστηρίζουν. Η επιλογή αυτή από συναισθηματική σκοπιά ενδεχομένως να ικανοποιήσει πολλούς στην Ελλάδα καθώς θα φανεί πως με μια τέτοια εξέλιξη βάζουμε τα δύο πόδια της Τουρκίας σε ένα παπούτσι. Ωστόσο, δε φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ελκυστική για την Τουρκία, αλλά ούτε και να υπηρετεί τα δικά μας εθνικά συμφέροντα. Πριν εξηγήσω γιατί ας μου επιτραπεί να αναφερθώ στη δεύτερη επιλογή, που προτιμά η ίδια η Τουρκία.
Η Τουρκία θα προτιμούσε κατά βάση να προσαρμοστεί η Ευρώπη στα τουρκικά δεδομένα και όχι η Τουρκία στα ευρωπαϊκά. Θα ήταν ευτυχής αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ΝΑΤΟ ή Συμβούλιο της Ευρώπης όπου, οι απαιτήσεις δεν είναι και ιδιαίτερα αυστηρές. Εν πάση περιπτώσει, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Τουρκία έκανε αρκετά βήματα προόδου. Αναθεώρησε πολλές φορές το Σύνταγμα της, προχώρησε σε αλλαγές -όχι πάντα ικανοποιητικές -στον Ποινικό της Κώδικα, έκανε κάποια ανοίγματα στην Κουρδική μειονότητα, αποφυλάκισε την Λειλά Ζάνα και δέχτηκε το Σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό ενώ μέχρι πρότινος θεωρούσε ότι το Κυπριακό είχε λυθεί το 1974 με την Τουρκική εισβολή. Μετά από αυτές τις παραχωρήσεις η Τουρκική πολιτική -και προφανώς και η στρατιωτική- ηγεσία θεωρεί ότι έκανε αρκετά βήματα και είναι έτοιμη να κάνει και σε άλλα καθώς θα προχωρεί η ενταξιακή προοπτική της.
Έχοντας υπ΄όψιν τα δύο αυτά πιθανά σενάρια για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, νομίζω πως εμείς οι Έλληνες πρέπει να υιοθετήσουμε ένα τρίτο, καθώς ούτε το πρώτο αλλά ούτε και το δεύτερο φαίνεται να εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα. Εμείς επιδιώκουμε την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας καθώς μία τέτοια προοπτική θα μπορούσε να πιέσει τους γείτονες μας ώστε να εγκαταλείψουν τις πάγιες πολιτικές τους τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο με αποτέλεσμα να μπορέσουμε να γίνουμε μία “κανονική” ευρωπαϊκή χώρα χωρίς υπέρμετρες αμυντικές δαπάνες και χωρίς τη μόνιμη ανησυχία για ενδεχόμενη ανάφλεξη στο Αιγαίο ή στη Κύπρο. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν κατ’ αρχήν θετικά την Ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονας χώρας. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι αντιμετωπίζουμε αυτήν την προοπτική χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Η βασική επιδίωξη μας άλλωστε είναι η εκπλήρωση αυτών των όρων και των προϋποθέσεων. Επομένως, έχουμε κάθε λόγο τη θετική μας στάση απέναντι στην Τουρκία να την ανταλλάξουμε με συγκεκριμένες υποχρεώσεις που θα αναλάβει η Τουρκία τόσο με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, όσο και στη συνέχεια. Στο δρόμο, δηλαδή, της Τουρκίας προς την Ευρώπη θα πρέπει να υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες των οποίων το χρώμα θα γίνεται από κόκκινο πράσινο όταν η ίδια εκπληρώνει συγκεκριμένους όρους. Συγκεκριμένους όρους θα πρέπει να εκπληρώσει και το Δεκέμβριο, οι οποίοι δε μπορεί παρά να σχετίζονται με την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δρομολόγηση λύσεως στο Αιγαίο με πρώτο βήμα την αποφυγή προκλήσεων εκ μέρους της.
Για να κάνει όμως η Τουρκία συγκεκριμένες παραχωρήσεις, είναι πιστεύω, αυτονόητο ότι πρέπει και η ενταξιακή της προοπτική να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Εάν η τοποθέτηση της Ευρώπης στην Τουρκία είναι “φλου” το ίδιο “φλου” θα είναι και η Τουρκική αντίδραση. Επομένως δεν έχουμε κανένα λόγο να κάνουμε εκπτώσεις στους γείτονες μας. Η τοποθέτησή μας απέναντι στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας δεν είναι δογματική. Θέλουμε να ανταλλάξουμε τη θετική μας απάντηση με συγκεκριμένες παραχωρήσεις εκ μέρους τους. Γι΄ αυτό και η Τουρκία πρέπει να είναι προσεκτική στο Αιγαίο και με το Πατριαρχείο. Από την άλλη πλευρά δεν έχουμε κανένα λόγο με βάση συναισθηματικές προσεγγίσεις να ταχθούμε με όλους όσους θέλουν η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας να είναι “ναι μεν αλλά”. Και αυτό γιατί αντίστοιχη θα είναι και η απάντηση της Τουρκίας Οι γείτονες μας δε θα γίνουν απολύτως Ευρωπαίοι με αποτέλεσμα και εμείς να μη γίνουμε μία χώρα σαν όλες τις άλλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς υπέρμετρες αμυντικές δαπάνες και ανησυχίες για πιθανή ανάφλεξη στην περιοχή.