Πολλοί άλλοι πριν από μένα έχουν υποστηρίξει ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θυμίζει ένα ποδήλατο με 25 αναβάτες οι οποίοι διαφωνούν για το αν θα στρίψουν το τιμόνι δεξιά ή αριστερά, παρόλα αυτά όμως καθώς όλοι βρίσκονται πάνω στο ίδιο ποδήλατο, δεν έχουν κανένα συμφέρον αυτό να πέσει κάτω. Τα τελευταία χρόνια, ο σκεπτικισμός που επικρατεί στην Ευρώπη, τα προβλήματα που εμφανίστηκαν μετά τη διεύρυνση, η δυσκινησία που χαρακτηρίζει τη λήψη αποφάσεων, έχουν αυξηθεί, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ταχύτητα του ποδηλάτου. Με αυτά που συνέβησαν μάλιστα το τελευταίο διάστημα μετά την απόρριψη του σχεδίου Ευρωσυντάγματος σε δύο χώρες, υπάρχουν κι εκείνοι που πιστεύουν πως τελικά δεν πρόκειται για ποδήλατο αλλά για βέσπα που ίσως φύγει από την πορεία της κάνοντας ορισμένους να φωνάζουν σαν το Θανάση Βέγγο στην παλιά ελληνική ταινία “ξέρεις από βέσπα”;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που σήμερα ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε από μια μικρή ομάδα κρατών και το θάρρος και το όραμα των ηγετών τους. Τα κράτη μέλη, που αυξάνονται συνεχώς σε αριθμό, προχώρησαν σε σταδιακή ενοποίηση των βασικών οικονομικών πολιτικών τους, φτάνοντας σήμερα, μετά από πενήντα χρόνια, να φλερτάρουν με την εδραίωση μιας πολιτικής ένωσης.
Το συστατικό της επιτυχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι με δεδομένο το δημοκρατικό πολίτευμα, απάντησε στο αίτημα για ειρήνη και συνεργασία στην Ευρώπη. Το μυστικό της είναι πως η ΕΕ είναι μια σχετικά προγραμματισμένη μορφή παγκοσμιοποίησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μυστικό της είναι επίσης η ικανότητά της να αλλάζει, να βελτιώνεται, να επαναπροσδιορίζει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα τις προτεραιότητές της για ένα μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Αυτό είχε γίνει με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Η απόρριψη της Συνταγματικής Συνθήκης, καθώς και το αρνητικό κλίμα που επέφερε σε μετέπειτα διαπραγματεύσεις, δε σταματούν την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξέλιξη όμως αυτή σε σχέση με το Ευρωσύνταγμα υπογράμμισε τις δυσκολίες της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άρνηση ορισμένων λαών για τον ένα ή για τον άλλο λόγο να δεχτούν η Ευρώπη να προχωρήσει έτσι όπως το είχαν προγραμματίσει οι ηγεσίες με το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε ένα κλίμα ευρω-απαισιοδοξίας κι ενίσχυσε του ευρωσκεπτικιστές κάθε είδους.
Ένα χρόνο λοιπόν μετά το ‘όχι’, τη δύσκολη συζήτηση για τις δημοσιονομικές προοπτικές και το μακρύ διάστημα περισυλλογής για το τι είδους Ευρώπη θέλουμε, χαίρομαι που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με όραμα και ιδέες, άνθρωποι σαν τον Γκι Βέρχοφσταντ που δε φοβούνται να προτείνουν κάτι τόσο τολμηρό όσο τις “Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”.
Η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος είχε αρκετές αρνητικές πτυχές. Επέτρεψε όμως και σε αυτούς που υποστηρίζουν μια πιο ουσιαστική ευρωπαϊκή ενοποίηση να εκφράσουν τις απόψεις τους για το πως μπορεί αυτό να επιτευχθεί σε αυτό το δύσκολο και αρνητικό κλίμα. Επέτρεψε επιτέλους σε κάποιους να δηλώσουν το αυτονόητο: η Ευρώπη είναι πολύ μεγάλη για να συνεχίζει να κινείται με μία ταχύτητα, ειδικά εφόσον έχει γίνει σαφές ότι κάποια κράτη μέλη δε μπορούν και κάποια άλλα απλά δε θέλουν να προχωρήσουν σε περαιτέρω ενοποίηση.
Ο Βέρχοφσταντ στο βιβλίο του δεν προτείνει κάτι νέο. Οι αρχηγοί των κρατών μελών είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι οι βραδυπορούντες δε δικαιούνται σε μια διευρυμένη Ευρώπη να κρατούν ομήρους αυτούς που επιθυμούν ενισχυμένη και πιο ουσιαστική συνεργασία. Ήδη, με βάση τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα της Ενισχυμένης Συνεργασίας, που έτσι όπως προβλεπόταν να λειτουργήσει, δεν τελεσφόρησε μέχρι τώρα. Ωστόσο, υπάρχουν δύο επιτυχή παραδείγματα μιας τέτοιου είδους ενισχυμένης συνεργασίας: η Οικονομική και Νομισματική Ένωση και οι Συμφωνίες Σένγκεν. Με το ευρώ η ΕΕ απέδειξε ότι μπορεί να λειτουργήσει με δύο ταχύτητες χωρίς αυτό να προκαλέσει ούτε την αντίδραση των κρατών που έμειναν εκτός ευρωζώνης – ήταν άλλωστε δική τους επιλογή – ούτε και την κατάρρευση της οικονομικής και νομισματικής της πολιτικής. Αντίθετα, τα 12 κράτη απέδειξαν ότι ο δρόμος για περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ανοικτός γι’ αυτούς που τον επιθυμούν και μάλιστα είναι γεμάτος με πλεονεκτήματα. Αντίστοιχα, το Σένγκεν επέτρεψε τη συνεργασία ορισμένων αλλά όχι όλων των κρατών μελών στους πολιτικούς τομείς των “Εσωτερικών Υποθέσεων” και της “Δικαιοσύνης”, που ως τότε χαρακτηρίζονταν ως αμιγώς εθνικοί, διευκολύνοντας της ζωή των πολιτών αλλά και τους σκοπούς της ενιαίας αγοράς.
Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία, η πρόταση για Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης του στενότερου πυρήνα δίνει ένα ισχυρό μήνυμα σε αυτούς που ξεχνούν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια ιστορική νομοτέλεια. Είναι ένα μήνυμα προς τη Μεγάλη Βρετανία για την αρνητική της στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προς τα Σκανδιναβικά κράτη για τις ‘βόρειες’ προκαταλήψεις τους, αλλά και προς τα νέα κράτη μέλη εξ Ανατολής που γεύονται από την μια πλευρά τη χρηματοδότηση που τους προσφέρουν οι Βρυξέλλες, ενώ παράλληλα επιμένουν να διατηρούν απόσταση από οποιαδήποτε πολιτική συνεργασία, ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ένα μήνυμα ότι στην ΕΕ υπάρχουν κι αυτοί που θέλουν να προχωρήσουν και θα προχωρήσουν. Ένα μήνυμα με αποδέκτες όλους τους ευρωσκεπτικιστές στην περίοδο περισυλλογής για το μέλλον της Ευρώπης αλλά κι ένα μήνυμα ουσίας τελικά: μήνυμα πως υπάρχουν πολλές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη που δηλώνουν πως αυτό που υπάρχει σήμερα δε μας φτάνει.
Τα ιδρυτικά μέλη της ΕΕ αλλά και αρκετά νεότερα, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, τοποθετούνται υπέρ μιας ομοσπονδιακής προσέγγισης σε σειρά πολιτικών. Τα κράτη αυτά είναι πρόθυμα να προχωρήσουν σε περαιτέρω συνεργασία που θα οδηγήσει μεταξύ άλλων σε μια πραγματική κοινή πολιτική άμυνας και εξωτερική πολιτική, αλλά και ίσως σε μια ‘αμυντική ευρωζώνη’. Το τελευταίο, για προφανείς λόγους που σχετίζονται με τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη χώρα μας.
Το εγχείρημα αυτό, ιδιαίτερα το τελευταίο για τη δημιουργία μιας ‘αμυντικής ευρωζώνης’ δε θα είναι πολύ εύκολο. Θυμόμαστε άλλωστε τις αντιδράσεις που υπήρξαν σε παλιότερη σχετική πρωτοβουλία του Βέρχοφσταντ μερικά χρόνια πριν για το συγκεκριμένο θέμα. Αντιδράσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όσο και σε χώρες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι πάντως θετικό να υπάρχουν οι φωνές και μάλιστα από ηγετικές προσωπικότητες όπως ο πρωθυπουργός του Βελγίου, που να εκφράζουν τέτοιες απόψεις και να τις διατηρούν ζωντανές αντί να εφησυχάζουν με την στασιμότητα που έχει εξασφαλίσει για μερικούς η Συνθήκη της Νίκαιας ή να παραδίδονται στον ευρωπεσιμισμό που οδήγησε η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος. Ίσως να ήταν το θάρρος και η ετοιμότητα του κ. Βέρχοφσταντ να κόψει – αντί να λύσει – το Γόρδιο Δεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ‘τιμώρησαν’ οι Βρετανοί και ορισμένοι άλλοι αρνούμενοι να του προσφέρουν την προεδρεία της Επιτροπής το 2004.
Η Ελλάδα υποστηρίζει μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση και τοποθετείται υπέρ ενός
πιο ομοσπονδιακού χαρακτήρα της Ευρώπης. Είναι προφανές ότι, παρά τους φόβους ορισμένων που στηρίζονται στις μέτριες οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας στην ΕΕ των 25, είμαστε μέλος τόσο στην ευρωζώνη όσο και στο Σένγκεν και διαθέτουμε τη θέληση αλλά και την ικανότητα να βρισκόμαστε συνεχώς στο “σκληρό πυρήνα”.
Θα ήταν προτιμότερο βέβαια να προχωρήσουμε όλοι μαζί προς τα μπρος. Μια τέτοια προσπάθεια θα είχε μεγαλύτερο βάρος στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ωστόσο, δε μπορούμε να περιμένουμε ορισμένους λαούς στην Ευρώπη να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους για να ακολουθήσουν κι εκείνοι μαζί μας. Αν κάποιοι δεν πιστεύουν τόσο πολύ στην Ευρώπη δεν σημαίνει ότι εμείς θα δεχτούμε να υπονομεύσουμε το εθνικό μας συμφέρον ακολουθώντας τους. Το βιβλίο επιχειρεί να προετοιμάσει της Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ακόμα κι αν τα πράγματα δεν προχωρήσουν προς τα εκεί, στέλνει ένα μήνυμα για αυτή την κρίσιμη περίοδο για την Ευρώπη: πως εκτός από τους απορριπτικούς υπάρχουν κι αυτοί που θέλουν να προχωρήσει μπροστά το ποδήλατο. Κι αυτό έχει μια ιδιαίτερη χρησιμότητα για τη δημόσια συζήτηση μεταξύ των αναβατών του ποδηλάτου, των κρατών μελών δηλαδή της ΕΕ.