Κάθε άνθρωπος με κοινή λογική θα συμφωνούσε ότι θα πρέπει, άμεσα μάλιστα, να αναθεωρηθεί εκ βάθρων το αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο είχαμε συνηθίσει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ένα μοντέλο που στηρίχτηκε στον κρατισμό και στην άσκηση πολιτικής με δανεικά, στην αύξηση των κρατικών δαπανών και φόρων, στην έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις. Αποτέλεσμα όλων αυτών; Υψηλή ανεργία ( πάνω από 10% την τρίτη υψηλότερη στην ΕΕ-25), υψηλό έλλειμμα (πάνω από 6% του ΑΕΠ παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ να εξωραΐσει την αρνητική εικόνα) και χαμηλή ανταγωνιστικότητα ( η χώρα μας είναι απελπιστικά χαμηλά σε όλους τους σχετικούς πίνακες και σχεδόν παντού τελευταία στην ΕΕ-15, ως προς την επίτευξη όλων των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβόνας).
Για να αλλάξει η κατάσταση θα πρέπει να παρθούν δραστικά μέτρα. Η κυβέρνηση στον τομέα αυτό προσπαθεί να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα καθώς το τελευταίο εξάμηνο έχει προχωρήσει σε αρκετές, αναγκαίες για την οικονομία, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ο φορολογικός και αναπτυξιακός νόμος, η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, η διεύρυνση του ωραρίου των καταστημάτων, η αντιμετώπιση του ασφαλιστικού των τραπεζών μέσω νομοθετικής ρύθμισης, οι αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς με την διευθέτηση του χρόνου εργασίας, είναι μερικές από τις αλλαγές που προωθήθηκαν.
Σε αντίθετη τροχιά με τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες κινείται το ΠΑΣΟΚ. Η αξιωματική αντιπολίτευση στηρίζει την κριτική της σε μία δήθεν φιλολαϊκή προσέγγιση. Καθώς όμως δεν παρουσιάζει εναλλακτική πρόταση, στην ουσία προσπαθεί να συντηρήσει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Δέσμια της κρατικιστικής αντίληψης και των επιλογών του παρελθόντος ουσιαστικά αντιπροτείνει τη συνέχιση των παλαιών αποτυχημένων συνταγών. Μόνο που οι συνταγές αυτές οδήγησαν, δυστυχώς, σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ανεργία, γιγάντωση του κράτους και ελλείμματα, δανεισμό και αύξηση των φόρων. Όλα τα παραπάνω είχαν θύματα πρώτα από όλους τους οικονομικά αδύνατους. Αυτούς, που το ΠΑΣΟΚ θεωρητικά προσπαθεί να προστατεύσει.
Οι αλλαγές που επιχειρεί η κυβέρνηση δεν είναι δική στης επινόησης, ούτε αποτέλεσμα ιδεοληψίας. Είναι αλλαγές που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδηγώντας σε μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξηση της απασχόλησης. Είναι δοκιμασμένες πολιτικές και αποτελούν ένα τολμηρό βήμα για την έξοδο της χώρας από την στασιμότητα και την μετριότητα του χθες, αλλά και μία απάντηση στις προκλήσεις του αύριο. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές όμως αποτελούν, πάνω από όλα μια φιλολαϊκή πολιτική. Η ευελιξία των εργασιακών σχέσεων ενισχύει την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και διασφαλίζει θέσεις εργασίας. Η διεύρυνση του ωραρίου δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και δημιουργεί καλύτερες συνθήκες εξυπηρέτησης για τον καταναλωτή. Η εξυγίανση των οικονομικών του δημοσίου, οι αποκρατικοποιήσεις, η ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων, έχουν ως στόχο την μείωση των ελλειμμάτων -που αποτελούν τον χειρότερο εχθρό των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων- και την αύξηση της απασχόλησης.
Η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να προχωρήσει. Είναι το χρέος της απέναντι στους Έλληνες πολίτες, ιδιαίτερα δε στους ασθενέστερους οικονομικά. Με συναίνεση και διάλογο εκεί που είναι εφικτό, αλλά και με ρήξεις εκεί που απαιτείται. Σύμμαχός της τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των αλλαγών και τις στηρίζουν. Εχθρός της οι οργανωμένες συντεχνίες και όποια άλλη πολιτική δύναμη έχει αναλάβει, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ρόλο του ουραγού των εξελίξεων.