Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που παρουσιάσατε, δείχνουν ότι χάθηκαν τεράστια κονδύλια από τη μη αξιοποίηση κοινοτικών προγραμμάτων κρίσιμων για τον αγροτικό τομέα. Τι και γιατί έχασε η χώρα μας και τι εξασφάλισαν άλλοι εταίροι;
Kύριε Βουτσαδάκη, είναι πράγματι λυπηρό το γεγονός ότι η χώρα μας έχασε σημαντικές ενισχύσεις από τον λεγόμενο γεωργοπεριβαλλοντικό κανονισμό, ο οποίος μεταξύ των άλλων προωθεί μέτρα όπως η βιολογική γεωργία. Ενισχύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αυξήσουν το εισόδημα του έλληνα αγρότη, σε μια περίοδο που αυτό μειώνεται συνεχώς. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1994 -1999 απορροφήσαμε μόνο 8,4 δις δραχμές από τον παραπάνω κανονισμό. Αν όμως η χώρα μας απορροφούσε από τον εν λόγω κανονισμό μόνο το μερίδιο που μας αναλογεί στο σύνολο των δαπανών του Γεωργικού Ταμείου, τότε στις “τσέπες” των ελλήνων αγροτών θα εισέρεαν περί τα 166 δις δραχμές. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευθήκαμε κονδύλια ύψους 158 δισ. Δρχ, πράγμα που δεν το κάναμε. Αντίθετα με μας, τα εκμεταλλεύθηκαν άλλες χώρες, όπως η Αυστρία και η Φινλανδία, οι οποίες εισέπραξαν ποσά της τάξεως των 458,8 και 227,1 δις δραχμές αντίστοιχα.
Το Υπουργείο Γεωργίας αποδέχεται τα στοιχεία για τις απορροφήσεις, αλλά αποφεύγει να αναφερθεί στο γεγονός ότι δεν κατόρθωσε η χώρα μας να διεκδικήσει μεγαλύτερα κονδύλια. Τι απαντάτε στην κυβέρνηση;
Το Υπουργείο Γεωργίας, απαντώντας στις αποκαλύψεις μου, ομολόγησε την αποτυχία του. Παραδέχθηκε ότι απορροφήσαμε μόνο 8,4 δισ. δραχμές από τις Βρυξέλλες, όπως επίσης αποκάλυψε ότι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκρίθηκαν μόνο 25 δις δραχμές, αντί 166 δις που μας αναλογούσαν. Και αυτό γιατί είτε δεν ζητήσαμε παραπάνω χρήματα, είτε γιατί τα προγράμματα που καταθέσαμε δεν ήταν ικανοποιητικά. Αλλά και από αυτά τα ελάχιστα απορροφήθηκαν μόνο τα 2/5, τη στιγμή που άλλες χώρες εισέπραξαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια. Με άλλα λόγια και λίγα ζητήσαμε και ελάχιστα απορροφήθηκαν. Δυστυχώς, η παραπάνω περίπτωση δεν αποτελεί την μοναδική. Πρόσφατα, η Κομισιόν απαντώντας σε ερώτηση μου αποκάλυψε ότι μεταξύ 1997 και 2000 η Ελλάδα επέστρεψε στις Βρυξέλλες αγροτικές ενισχύσεις ύψους 155 δις δραχμών. Συνεπώς, από τη μία χάνουμε κονδύλια όπως αυτά των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων και τα οποία θα μπορούσαν να φθάσουν ως τα 166 δις δραχμές και από την άλλη επιστρέφουμε 155 δις δραχμές. Επιπλέον, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Υπουργείο Γεωργίας αδυνατεί να καταβάλει στο ακέραιο τις επιδοτήσεις που προορίζονται από την Ε.Ε για τους αγρότες – προφανώς, έχει την αίσθηση ότι μας περισσεύουν χρήματα. Γεγονός, βεβαίως, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ποιες είναι οι προοπτικές ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα και ποια είναι η εικόνα στην Ευρώπη και στη χώρα μας σήμερα;
Οι έλληνες αγρότες έχουν δείξει ενδιαφέρον καθώς και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι η ενασχόληση τους με την βιολογική γεωργία μπορεί να αυξήσει το εισόδημα τους. Δυστυχώς, όμως, όπως σημειώνει και ο αρμόδιος Επίτροπος κ.Φίσλερ στην απάντηση του υπάρχει καθυστέρηση που οφείλεται αφενός στις διοικητικές αδυναμίες, ιδίως στο Υπουργείο Γεωργίας, αφετέρου στο γεγονός ότι η δημιουργία ενός κυκλώματος εμπορίας και δομών μεταποίησης των βιολογικών προϊόντων είναι περίπλοκη και χρονοβόρα. Σήμερα το ποσοστό της βιολογικής γεωργίας ανέρχεται στο 2,6% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα μας όμως κατέχει την τελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών με ποσοστό 0,6%, με την Αυστρία να κατέχει την πρώτη θέση με ποσοστό της τάξης του 8,5%. Αντιλαμβάνεστε ότι η διαφορά που μας χωρίζει από τον πρώτο είναι πολύ μεγάλη και γι’αυτή την υστέρηση πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες.
Η προοπτική της διεύρυνσης της Ε.Ε δημιουργεί μεγάλη ανησυχία στον αγροτικό κόσμο. Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι κίνδυνοι που υπάρχουν;
Ειναι γεγονός ότι η διεύρυνση της Ε.Ε προς ανατολάς θα δημιουργήσει μεγαλύτερη δημοσιονομική επιβάρυνση και πίεση στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει – κι ας το πούμε χωρίς υπεκφυγές – ότι θα μπούμε σε μια περίοδο “ισχνών αγελάδων”, το οποίο αναμφίβολα θα επηρεάσει και τους Έλληνες αγρότες. Υπάρχουν όμως και απαντήσεις σε αυτήν την πρόκληση. Θα πρέπει από εδώ και πέρα το Υπουργείο Γεωργίας να γίνει ένα Υπουργείο-στρατηγείο, με διπλό ρόλο. Από την μια να είναι σωστός διαπραγματευτής και να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται από τις Βρυξέλες και από την άλλη σύμβουλος του αγρότη στο χωράφι. Λυπάμαι που θα πω ότι σήμερα δεν επιτελεί σωστά κανέναν από τους δύο ρόλους.
Η αγροτική οικονομία, όμως, είναι ένας μόνο από τους τομείς της χώρας μας. Η συνολική ανάπτυξη της χώρας μας, δυόμισι χρόνια μετά την έναρξη του Γ΄ ΚΠΣ, προχωρεί υπό καλύτερους όρους;
Θα προκαλούσε μάλλον έκπληξη αν τα πηγαίναμε καλύτερα στο σύνολο του Γ΄ ΚΠΣ, όταν η κυβέρνηση αποδεικνύεται τόσο αναποτελεσματική στον ευαίσθητο τομέα της γεωργίας. Σας θυμίζω ότι το 2000, αρχικό έτος του Γ΄ ΚΠΣ πήγε χαμένο στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λόγω της ελλιπούς προετοιμασίας των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων. Χρήματα, ευτυχώς, δεν χάθηκαν εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, καθώς τα ποσά του 2000 «φορτώθηκαν» στο 2001. Επισημαίνω όμως τον ορατό κίνδυνο να απολέσουμε πόρους στη συνέχεια – από το 2004 κι έπειτα – λόγω της συσσώρευσης ετήσιων δεσμεύσεων, στις οποίες δεν θα μπορούμε να ανταποκριθούμε. Εξηγώ αμέσως ότι πρόκειται για μια από αυστηρές διατάξεις του Κανονισμού 1260/99, τον λεγόμενο κανόνα «ν+2», σύμφωνα με τον οποίον όταν δεσμεύσεις κάποια κονδύλια το έτος «ν», ας πούμε το 2002, οφείλεις να τα απορροφήσεις εντός της επόμενης διετίας, έως το τέλος του 2004. Σε αντίθετη περίπτωση τα χρήματα χάνονται οριστικά και το απεύχομαι αυτό, αλλά η ολιγωρία της κυβέρνησης κάθε άλλο παρά αισιοδοξία εμπνέει με τις καθυστερήσεις που παρουσιάζει η υλοποίηση του Γ΄ ΚΠΣ.